- ανάρμοστος
- η , ο [ος , ον ] неподходящий, несоответствующий; неуместный; неподобающий;
ανάρμοστη διαγωγή — неподобающее, неприличное поведение;
ανάρμοστη λέξη — неприличное слово ,
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάρμοστη διαγωγή — неподобающее, неприличное поведение;
ανάρμοστη λέξη — неприличное слово ,
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάρμοστος — not fitting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… … Dictionary of Greek
ανάρμοστος — η, ο επίρρ. α ασύμφωνος, αταίριαστος, απρεπής: Η συμπεριφορά του απέναντί μας το λιγότερο ήταν ανάρμοστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναρμοστότερον — ἀνάρμοστος not fitting adverbial comp ἀνάρμοστος not fitting masc acc comp sg ἀνάρμοστος not fitting neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνάρμοστος — ἀνάρμοστος , ἀνάρμοστος not fitting masc/fem nom sg ἐνάρμοστος , ἐνάρμοστος harmonious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρμοστότατον — ἀνάρμοστος not fitting masc acc superl sg ἀνάρμοστος not fitting neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρμόστως — ἀνάρμοστος not fitting adverbial ἀνάρμοστος not fitting masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρμοστον — ἀνάρμοστος not fitting masc/fem acc sg ἀνάρμοστος not fitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρμόστοις — ἀνάρμοστος not fitting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρμόστου — ἀνάρμοστος not fitting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρμόστους — ἀνάρμοστος not fitting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)